- δαχτυλάτος
- -η, -ο1. όποιος έχει δάχτυλα2. όποιος μοιάζει με δάχτυλο, ο δαχτυλοειδής3. το ουδ. ως ουσ. το δαχτυλάτοείδος σταφυλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαχτυλάτος — η, ο 1. ο δαχτυλωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., δαχτυλάτο ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλάτος — η, ο βλ. δαχτυλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)